- κούφισμα
- κούφισμαneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κούφισμα — το (AM κούφισμα) [κουφίζω (II)] νεοελλ. μσν. (βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικής μσν. αρχ. ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ … Dictionary of Greek
κουφίσματα — κούφισμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κουφίσματος — κούφισμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)